What Is Post-Internet Art? Understanding the Revolutionary New Art Movement

Could it be? Are we already post-Internet?

It’s a bemusing term you may have heard floating around the art world recently, and now a new exhibition called «Art Post-Internet» at Beijing’s Ullens Center for Contemporary Art—organized by critic/curator Karen Archey with writer/gallerist Robin Peckham—has set out to encapsulate the budding movement, which may be the most significant of its kind to emerge in a while. The key to understanding what «post-Internet» means is that, despite how it sounds, it doesn’t suggest that the seismic technological developments associated with the Net are finished and behind us. Far from it.

http://www.artspace.com/magazine/interviews_features/trend_report/post_internet_art-52138

 

Βίντεο

Data Becomes Art in Immersive Visualizations

In the second episode of ReForm, we look at how big data and art have converged into a new visual culture. Six major data artists (Mark Hansen, R Luke DuBois, Kate Crawford, Jer Thorp, Fernanda Viegas, and Martin Wattenberg) discuss what it means to make art in the 21st century and how quantification and digitization is completely changing the way we live and create.

https://www.youtube.com/watch?v=99gMbK2QCKE

Best of 2015: Our Top 10 Works of Internet Art by Hyperallergic on December 29, 2015

The concept of art that lives only on the internet is far from novel. For decades, online-only works and exhibitions have popped up to display visuals meant for screens, accessible to anyone with a computer and WiFi. Since 2013, Hyperallergic has been ranking the best art in Brooklyn, New York City, and even the world — but we have not yet tackled the World Wide Web. Unbound to GPS coordinates, internet-based art has no place on these other lists, and since it isn’t fair to neglect the increasing amount of works designed specifically for cyberspace, 2015 welcomes our inaugural best-of-the-internet list.

Although digital art often appears in brick-and-mortar galleries, we decided to focus on net art that only has an online presence, as examples on view in physical spaces are fair contenders for our other best-of lists. From entire exhibitions to individual works, here are our top picks of art from the paths of the information superhighway we’ve traversed this year.

Best of 2015: Our Top 10 Works of Internet Art

Vilém Flusser: Η Ψηφιακή Φαινομενικότητα

Vilém Flusser

Η Ψηφιακή Φαινομενικότητα

συμπεριλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο:

(Επιμ.) Florian Rötzer

Digitaler Schein
Ästhetik der elektronischen Medien Suhrkamp, Frankfurt am Main 1991

Μετφρ. Διονύσης Καββαθάς-Δημήτρης Γκινοσάτης

1

Vilém Flusser

Η Ψηφιακή Φαινομενικότητα

Μπροστά στα δύσπιστα μάτια μας ξεπροβάλλουν μέσα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές κάποιοι εναλλακτικοί κόσμοι: γραμμές, επιφάνειες, σώματα και μάλιστα κινούμενα, συντεθειμένα από στιγμές. Αυτούς τους κόσμους, τους επενδυμένους με χρώματα και ήχους, ενδεχομένως να μπορούμε μελλοντικά να τους αγγίζουμε, να τους μυρίζουμε και να τους γευόμαστε. Και αυτή είναι μόνο η αρχή, διότι πολύ σύντομα τα τεχνητά υλοποιημένα κινούμενα σώματα, όπως αυτά αναδύονται από τους συμ-ψηφισμούς [computation] του υπολογιστή, θα μπορούν να εξοπλιστούν με τεχνητή νοημοσύνη του τύπου Turing`s Man, επιτρέποντας έτσι να εισέλθουμε σε διαλογική σχέση με αυτά. Γιατί άραγε δυσπιστούμε απέναντι σ’ αυτές τις συνθετικές εικόνες, τους ήχους και τα ολογράμματα; Γιατί τα μεμφόμαστε, αποκαλώντας τα «φαινομενικά», και γιατί δεν συνιστούν για εμάς κάτι το πραγματικό; Μία βεβιασμένη απάντηση σε τούτο το ερώτημα θα ήταν η εξής: διότι, αυτοί οι εναλλακτικοί κόσμοι δεν είναι παρά ένας συμ-ψηφισμός στιγμών, νεφελώματα που αιωρούνται μέσα στο τίποτα. Μία τέτοια απάντηση είναι βεβιασμένη, αφενός επειδή μετρά την πραγματικότητα ανάλογα με το βαθμό πύκνωσης της διασποράς, αφετέρου επειδή μπορούμε να στηριχτούμε σε μία τεχνική που μελλοντικά θα είναι σε θέση να πετύχει μία τέτοια πύκνωση των στιγμών όμοια με εκείνη των αντικειμένων του δεδομένου κόσμου. Το τραπέζι πάνω στο οποίο γράφω αυτό το κείμενο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πλήθος στιγμών.

2

Όταν κάποτε τα στοιχεία του ολογράμματος του τραπεζιού θα είναι επαρκώς συμπυκνωμένα, τότε οι αισθήσεις μας δεν θα είναι σε θέση να τα ξεχωρίσουν. Το πρόβλημα τίθεται λοιπόν ως εξής: είτε οι εναλλακτικοί κόσμοι είναι τόσο πραγματικοί όσο και ο δεδομένος κόσμος, είτε ο δεδομένος κόσμος είναι εξίσου φασματικός με τους εναλλακτικούς κόσμους.

Εντούτοις, στο ερώτημα περί της δυσπιστίας μας απέναντι σ’ αυτούς τους εναλλακτικούς κόσμους, υπάρχει και ένα άλλο είδος απάντησης. Αυτή η απάντηση βασίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται για κόσμους που εμείς οι ίδιοι έχουμε σχεδιάσει και όχι για κάτι που μας έχει παρασχεθεί, όπως ο περιβάλλων κόσμος. Οι εναλλακτικοί κόσμοι δεν είναι κάτι το δεδομένο [Daten], αλλά κάτι το τεχνητά κατασκευασμένο [Fakten]. Η δυσπιστία μας προκύπτει από το ότι στέκουμε γενικότερα καχύποπτοι απέναντι στην τέχνη και σε καθετί τεχνητό. Η «τέχνη» είναι ωραία, αλλά μετατρέπεται σε ψεύδος αμέσως μόλις εξεταστεί υπό το φως της έννοιας της «φαινομενικότητας». Βεβαίως, η προαναφερθείσα απάντηση οδηγεί σε μία περαιτέρω διερώτηση: «γιατί άραγε απατά η φαινομενικότητα; Υπάρχει κάτι που δεν απατά;» Αυτό είναι το καίριο ερώτημα, το γνωσιοθεωρητικό ερώτημα που οι εναλλακτικοί κόσμοι μας καλούν να απαντήσουμε. Από τη στιγμή, όμως, που αναφερόμαστε στην «ψηφιακή φαινομενικότητα», τότε επιβάλλεται να επικεντρωθούμε αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτήν.

Βέβαια, το παραπάνω ερώτημα δεν είναι καινούργιο, διότι τα μάτια μας έχουν γίνει δύσπιστα τουλάχιστον από την εποχή των Προσωκρατικών, και ως τέτοιο εξακολουθεί να μας θορυβεί, παρόλο που άρχισε να κερδίζει σε οξύτητα του ήδη από τους νεώτερους χρόνους. Με τους εναλλακτικούς κόσμους και την ψηφιακή φαινομενικότητα τους, αυτή η ανησυχία κορυφώνεται. Γι’ αυτό, η όποια απόπειρα διαπραγμάτευσης της ψηφιοποίησης, οφείλει να λαμβάνει ως αφετηριακό σημείο τους νεώτερους χρόνους. Τι συνέβη τότε; Πολύ συνοπτικά, την εποχή εκείνη οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι ο κόσμος ούτε περιγράφεται ούτε παρατηρείται έτσι απλά. Όταν τίθεται το ζήτημα του να εννοήσουμε [begreifen] και να αδράξουμε [greifen] τον κόσμο, τότε πρέπει να είμαστε σε θέση να τον υπολογίσουμε. Ο κόσμος

3

είναι μεν απερίγραπτος και μη αναπαραστήσιμος, είναι όμως και υπολογίσιμος. Οι συνέπειες αυτής της ανακάλυψης αναφαίνονται στις μέρες μας στους ίδιους τους εναλλακτικούς κόσμους.

Το θέμα ξεκίνησε κάπως έτσι: οι επαναστατικοί τεχνίτες της πρώιμης Αναγέννησης δεν αποδέχονταν τις «δίκαιες τιμές» που ο επίσκοπος είχε προκαθορίσει για τα εμπορεύματα τους. Αντιθέτως, επιθυμούσαν να καθιδρύσουν μία «ελεύθερη αγορά» όπου η αξία των προϊόντων θα καθορίζεται από μόνη της, δηλαδή κυβερνητικά, σύμφωνα με τη ζήτηση και την προσφορά. Με το να αποδοκιμάζουν την αυθεντία του επισκόπου σχετικά με το θέμα της «αξίας», απέρριπταν και όλα όσα περιλαμβάνονταν και γίνονταν κατανοητά με τον όρο «θεωρία». Μέχρι τότε, ως θεωρία εννοείτο εκείνη η ματιά χάρη στην οποία μπορούσαν να αναγνωριστούν οι αμετάλλακτες μορφές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο επίσκοπος ήταν σε θέση να συγκρίνει, μέσω της «θεωρίας», ένα υπόδημα κατασκευασμένο από τεχνίτη με το «ιδανικό υπόδημα» και έτσι να εξακριβώσει την αξία του κατασκευασμένου υποδήματος ανάλογα με το βαθμό που πλησίαζε το ιδανικό. Στους αντίποδες της επισκοπικής θεωρίας, οι τεχνίτες υποστήριζαν πως δεν υπάρχει ούτε ιδανικό υπόδημα ούτε αμετάλλακτες μορφές και πως αυτοί οι ίδιοι είναι που επινοούν και βελτιώνουν τις μορφές των υποδημάτων. Για τους τεχνίτες, οι μορφές δεν αποτελούσαν αιώνια ιδανικά, αλλά μεταβλητά μοντέλα. Γι’ αυτούς, ο όρος «θεωρία» διόλου δεν υποδήλωνε την παθητική παρατήρηση του ιδανικού, αλλά την προοδευτική επεξεργασία μοντέλων ταγμένων στην υπηρεσία της παρατήρησης και του πειράματος. Αυτός είναι και ο λόγος που οι νεώτεροι χρόνοι ονομάστηκαν μοντέρνοι. Έτσι γεννήθηκε η επιστήμη και η τεχνολογία, η βιομηχανική επανάσταση και εντέλει η ψηφιακή φαινομενικότητα.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσηκωθούν οι θεωρητικοί από τον καθεδρικό ναό και το μοναστήρι και να μετοικήσουν στο εργαστήριο (πανεπιστήμιο, πολυτεχνείο, βιομηχανικό εργαστήρι), όπου ξεκίνησαν να επεξεργάζονται μοντέλα, επί τη βάσει των οποίων μπορούσαν να κατασκευάζουν ολοένα και καλύτερα υποδήματα, καθιστώντας τον κόσμο εν γένει περισσότερο κατανοητό και διαχειρίσιμο. Ωστόσο, έκπληκτοι διαπίστωσαν πως αυτά τα εργασιακά

4

μοντέλα δεν μπορούσαν να είναι ούτε κείμενα ούτε εικόνες, αλλά αλγόριθμοι. Ετούτη η ξαφνική διαπίστωση ότι ο κόσμος είναι ένα βιβλίο – ένα «natura libellum»•, για να εκφραστούμε με τη γλώσσα της Αναγέννησης – αριθμητικά κωδικοποιημένο, δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα. Έκτοτε, οι θεωρητικοί ήταν αναγκασμένοι να σκέπτονται περισσότερο με αριθμούς και λιγότερο με γράμματα και εικόνες. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε την ψηφιοποίηση, οφείλουμε να αναλογιστούμε τις βαρυσήμαντες επιπτώσεις μιας τέτοιας αλλαγής. Οι θεωρητικοί, οι οποίοι υπήρξαν ανέκαθεν οι ειδήμονες της γραφής – οι «litterati»• –, καταπολέμησαν την εικονογραφική σκέψη, δηλαδή τη μαγική σκέψη, στοχαζόμενοι επί τη βάσει γραμματο-σειρών. Ανέπτυξαν μία γραμμική, διαδικαστική, λογική και ιστορική συνείδηση. Ωστόσο, μέσα στον γραμμικό αλφαβητικό κώδικα γραφής εμφιλοχωρούσαν ανέκαθεν ξένα σώματα, ήτοι ορισμένα γραφικά σύμβολα που σύμφωνα με τη δομής τους δεν ήταν γραμμικά. Ενώ τα γράμματα του αλφάβητου είναι σημεία που επέχουν θέση γλωσσικών φθόγγων, δηλαδή ομιλίας, αυτά τα ξένα σώματα είναι ιδεογράμματα που αναπαριστούν σύνολα, δηλαδή αριθμούς. Βεβαίως, οι αριθμοί δεν ανήκουν στην τάξη του λόγου [diskursiv] και, άρα, δεν είναι δυνατόν να διαταχθούν σε σειρές. Γι’ αυτό ακριβώς θα έπρεπε να γίνεται λόγος μάλλον περί αλφαριθμητικού κώδικα και όχι περί αλφαβητικής γραφής. Η συνείδηση που δομήθηκε μέσω αυτού του κώδικα ήταν τόσο διαδικαστική-ιστορική όσο και τυπική-υπολογιστική. Όταν αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητα να σκεπτόμαστε περισσότερο με αριθμούς και ολοένα και λιγότερο με γράμματα, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υποχωρήσει η ιστορική συνείδηση έναντι μίας άλλης, τυπικής [formal].

Αυτή η ρήξη δεν οφείλεται κατ’ αποκλειστικότητα στο γεγονός ότι η επεξεργασία κάποιων τυπικών εργασιακών μοντέλων υπήρξε μοντέρνα επινόηση. Διότι, ήδη από την τρίτη χιλιετία, υπάρχουν πλάκες πηλού που φέρουν εγχαραγμένα σύμβολα, τα οποία αναμφισβήτητα μπορούν να ερμηνευτούν ως μοντέλα για την κατασκευή αποχετευτικών καναλιών. Αυτοί οι γεωμέτρες της εποχής του χαλκού υπήρξαν οι πνευματικοί πρόγονοι των λεγόμενων computer-artists. Δεν παρήγαγαν

 Βιβλίο της φύσης.  Οι εγγράμματοι.

5

απεικονίσεις δεδομένων πραγμάτων ̇ τουναντίον, σχεδίαζαν κάτι αδημιούργητο μέχρι τότε, προέβαλλαν «εναλλακτικούς κόσμους». Τα σχέδια τους εκφράζουν μία τυπική «μαθηματική» συνείδηση, όμοια με εκείνη των συμ-ψηφιστικά παραγόμενων συνθετικών εικόνων. Η ενασχόληση με τις πλάκες πηλού συνιστά την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο, αν θέλουμε να συλλάβουμε την ουσία των νεο-αναδυόμενων εναλλακτικών κόσμων. Μολονότι έχουμε διανύσει μία μακρά περίοδο εξέλιξης, θα πρέπει, κάθε φορά που αναφερόμαστε στον μετασχηματισμό της μοντέρνας θεωρητικής σκέψης από αλφαβητική γραφή σε αριθμητική κωδικοποίηση, να μιλάμε για μία πνευματική ρήξη. Αυτή παρατηρείται στον Καρτέσιο, κατόπιν συνεχίζεται με τον Cusanus, για να κορυφωθεί αρκετά επώδυνα στην περίπτωση του Γαλιλαίου. Αυτή η ανα-κωδικοποίηση εμπεριέχει το θεμελιώδες γνωσιοθεωρητικό ερώτημα που ήδη θέσαμε : υπάρχει κάτι που να μην απατά; Η απάντηση που δίνει ο Καρτέσιος είναι περίπου η εξής: αυτό που δεν απατά είναι η πειθαρχημένη, σαφής και διακριτή αριθμητική σκέψη. Είναι σαφής και διακριτή, διότι είναι κωδικοποιημένη με αριθμούς, και επειδή οι αριθμοί διακρίνονται ο ένας από τον άλλο λόγω των διαστημάτων που τους χωρίζουν. Αυτού του τύπου η σκέψη θεωρείται πειθαρχημένη διότι πρέπει αναγκαστικά να ακολουθήσουμε με ακρίβεια τους κανόνες του αριθμητικού κώδικα, δηλαδή την πράξη της πρόσθεσης ή της αφαίρεσης. Ο βασικός λόγος εκπόρθησης της εγγράμματης σκέψης προς όφελος της αριθμητικής έγκειται στο ότι αυτή η τελευταία είναι σαφής και διακριτή και, άρα, αρκετά πειθαρχημένη ώστε να μπορεί να μας οδηγήσει στη γνώση. Το σκεπτόμενο πράγμα – res cogitans – πρέπει να είναι αριθμητικό για να είναι σε θέση να αναγνωρίσει τον κόσμο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως δημιουργείται ένα ιδιάζον, τυπικά μοντέρνο παράδοξο. Το ότι το σκεπτόμενο πράγμα είναι σαφές και διακριτό σημαίνει ότι είναι γεμάτο ‘‘τρύπες’’ μεταξύ των αριθμών του. Ο κόσμος όμως είναι ένα εκτατό πράγμα – res extensa – όπου τα πάντα συνυφαίνονται αδιάρρηκτα. Όταν, δηλαδή, επιχειρούμε να επισυνάψουμε το σκεπτόμενο πράγμα στο εκτατό πράγμα προκειμένου να το καταλάβουμε – adequatio intellectus ad rem• –, τότε το εκτατό πράγμα διαφεύγει μέσω των διαστημάτων. Γι’ αυτό το λόγο, αποστολή

 Ισοστοιχία της διάνοιας με το πράγμα.

6

της γνώσης στους νεώτερους χρόνους είναι η πλήρωση των κενών διαστημάτων μεταξύ των αριθμών. Ο Καρτέσιος προσπάθησε να δώσει μία απλή λύση του προβλήματος, με το να πιστεύει πως κάθε σημείο του κόσμου δύναται να καταμετρηθεί αριθμητικά, και πως η γεωμετρία είναι η μέθοδος της γνώσης. Αργότερα, αυτή η μέθοδος θα εκλεπτυνθεί από το Νεύτωνα και τον Leibniz. Εισήγαγαν νέους αριθμούς που συμπλήρωναν τα κενά διαστήματα και «ολοκλήρωναν τα διαφορικά στοιχεία». Πράγματι, με τις διαφορικές εξισώσεις καθετί διανοητό στον κόσμο μπορεί να διατυπωθεί και να τυποποιηθεί. Η τυπική μαθηματική σκέψη είναι σε θέση να γνωρίσει τα πάντα και να παράσχει μοντέλα με τα οποία μπορεί κανείς να κατασκευάσει οτιδήποτε. Έχουμε γίνει παντογνώστες και παντοδύναμοι. Αυτή είναι η πνευματική ρήξη, η οποία βρίσκει την έκφραση της στο φθέγμα του Cusanus : «ο Θεός δεν θα μπορούσε να γνωρίζει καλύτερα από εμάς ότι ένα και ένα κάνουν δύο».

Αυτή η πολύ συνοπτική παρουσίαση της μοντέρνας μεταστοιχείωσης του κώδικα από γραμματικό σε αριθμητικό και της παρελκόμενης μετατροπής της διαδικαστικής, ιστορικής και διαφωτιστικής συνείδησης σε μία τυπική, υπολογιστική και αναλυτική συνείδηση, δεν επαρκεί για να γίνει πραγματικά κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο γεννώνται οι εναλλακτικοί κόσμοι μέσα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Πρώτα απ’ όλα, δεν ακολουθούν όλοι οι άνθρωποι αυτό το άλμα από τη γραμμική στην υπολογιστική συνείδηση της μηδενικής διάστασης. Οι περισσότεροι εξακολουθούν να στοχάζονται, ερειδόμενοι στις έννοιες της προόδου και του διαφωτισμού: βιώνουν, γνωρίζουν και αξιολογούν τον κόσμο ως μία αλύσωση αιτίας και αιτιατού, ενώ την ίδια στιγμή διαρρηγνύουν αυτήν την αιτιακή σχέση, για να μας απελευθερώσουν από την αναγκαιότητα. Η συνείδηση τους παραμένει πάντα γραμμική, αλφαβητική, εγγράμματη. Μονάχα εκείνοι οι λίγοι που έχουν αφήσει πίσω τους αυτήν τη συνείδηση και δεν βιώνουν, γνωρίζουν και αξιολογούν τον κόσμο ως μία αιτιακή αλύσωση, αλλά ως μία τυχαία ζαριά, μονάχα εκείνοι που δεν στοχάζονται πλέον προοδευτικά και διαφωτιστικά, αλλά μελλοντολογικά, συστημικο-αναλυτικά ή «δομικά» – αυτοί θα παράξουν τα μοντέλα προς τα οποία θα στραφεί η πλειοψηφία των ανθρώπων. Αυτοί, παραδείγματος χάρη, θα οργανώσουν – με δομικά

7

πλέον κριτήρια – διαφημιστικά, κινηματογραφικά και πολιτικά προγράμματα, απρόσιτα και δυσεξήγητα για τη μεγάλη μάζα των χειραγωγημένων.

Οι εναλλακτικοί κόσμοι που αναδύονται μέσα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές συνιστούν την έκφραση ενός συνειδησιακού επιπέδου στο οποίο δεν μπορούν να συμμετέχουν οι «πολλοί». Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί άνθρωποι βολεύονται με την πεποίθηση ότι δεν θέλουν να μετάσχουν.

Αυτός ο διχασμός της κοινωνίας στους ‘’λίγους’’ (τυπικά και αριθμητικά σκεπτόμενους) προγραμματιστές και στους ‘’πολλούς’’ (γραμματικά σκεπτόμενους) προγραμματιζόμενους, όσο δραματικός και αν ακούγεται, δεν είναι προς το παρόν ο πυρήνας της προβληματικής μας. Αυτή η τελευταία αφορά μάλλον στην αξίωση της τυπικής σκέψης για παντοδυναμία και παντογνωσία, μία αξίωση η οποία αντιστράφηκε στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Κάτι τέτοιο συνέβη για πρακτικούς και θεωρητικούς λόγους. Πρακτικά συνέβη το εξής : οι διαφορικές εξισώσεις μπορούν να τυποποιήσουν τα πάντα. Υπ’ αυτήν την καθαρά τυπική έννοια, τα πάντα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο γνώσης. Για να χρησιμοποιηθούν όμως αυτές οι εξισώσεις ως μοντέλα εργασίας, πρέπει πρωτίστως να «αριθμηθούν εκ νέου», τουτέστιν να επανακωδικοποιηθούν με φυσικούς αριθμούς. Όσον αφορά στις περίπλοκες εξισώσεις, πρόκειται για μακροχρόνια διαδικασία και όλα τα ενδιαφέροντα προβλήματα είναι περίπλοκα. Για μετα-κωδικοποίηση τέτοιων εξισώσεων πιθανώς να χρειάζεται περισσότερος χρόνος από την προβλεπόμενη διάρκεια του σύμπαντος. Έτσι, προβλήματα τέτοιας φύσεως παραμένουν άλυτα. Παρόλο που είμαστε παντογνώστες, δεν είμαστε παντοδύναμοι, και η παρουσία τέτοιων προβλημάτων καθιστά σχεδόν άχρηστη τη γνώση μας. Η εξάπλωση του πολιτισμικού πεσιμισμού και του παραλόγου στη ζωή πρέπει να αναχθεί σε τούτη την αντιστροφή της αξίωσης του τυπικού Λόγου.

Στο θεωρητικό επίπεδο, η υπολογιστική σκέψη διείσδυσε ολοένα και βαθύτερα στα φαινόμενα. Αυτός ο τρόπος σκέψης διέλυσε τα φαινόμενα, τα οποία άρχισαν να προσκτώνται σταδιακά τη δομή της

8

υπολογιστικής σκέψης. Τα φαινόμενα διασπάστηκαν σε σωματίδια στη φυσική, σε γονίδια στη βιολογία, σε στιγμιαία ερεθίσματα στη νευρο- φυσιολογία, σε φωνήματα στη γλωσσολογία, σε στοιχειώδεις πολιτισμικές ενότητες [Kultureme] στην εθνολογία και σε στοιχειώδη ενεργήματα [Aktome] στην ψυχολογία. Δεν γίνεται πια λόγος για το καταγωγικό «εκτατό πράγμα», αλλά για σμήνη σωματιδίων δομημένα ανά πεδίο. Όσον αφορά σ ́ αυτά τα σωματίδια, λόγου χάρη τα κουάρκς, γεννιέται το ερώτημα αν πρόκειται πράγματι για σωματίδια του κόσμου ή για σύμβολα-σημεία της υπολογιστικής σκέψης. Ενδεχομένως, μέλημα της αριθμητικής σκέψης να μην είναι η γνώση του κόσμου, αλλά η προβολή [Projektion] του αριθμητικού κώδικα προς τα έξω και η ανακομιδή του προβαλλόμενου. Από αυτήν την άποψη, η αριθμητική γνώση είναι θεωρητικά προ-βληματική [problematisch].

Σύμφωνα με τα όσα είπαμε, η κατάσταση της παρούσας συνείδησης μπορεί να συνοψιστεί ως εξής : από την εποχή της Αναγέννησης, ένα τμήμα της «πνευματικής ελίτ», οι litterati, άρχισαν να στοχάζονται τυπικά-υπολογιστικά και όχι αποφαντικά-ιστορικά. Αντί να εκφραστούν με λογοτεχνικά κείμενα, χρησιμοποιούσαν αλγόριθμους. Κίνητρο γι’ αυτήν την αλλαγή αποτέλεσε η προσδοκία ότι αυτή σκέψη «θα προσιδίαζε» στη γνώση και διευθέτηση του περιβάλλοντος κόσμου, ίσως μάλιστα του ανθρώπου και της κοινωνίας. Πράγματι, η επιστήμη και η τεχνική οφείλουν την ύπαρξη τους σε αυτόν τον τρόπο σκέψης. Αρχικά, η τεχνική έμοιαζε να μην είναι τίποτα περισσότερο από μία εφαρμοσμένη επιστήμη και τα πολυτεχνεία υπάγονταν στις «καθαρές» μαθήσεις. Στην πορεία, όμως, η σχέση επιστήμης και τεχνικής άρχισε να αντιστρέφεται και οι «καθαρές» μαθήσεις έγιναν θεραπαινίδες [ancillae] της τεχνικής. Σήμερα, θεωρία και πράξη είναι τόσο άρρηκτα συνυφασμένες, ώστε αδυνατούμε να τις διαχωρίσουμε τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά. Εάν υποθέσουμε ότι η φιλοσοφία είναι «καθαρή» επιστήμη, τότε η εκτεχνολόγιση του φιλοσοφικού λόγου, δηλαδή η μαθηματικοποίηση του – και αντιστρόφως η «φιλοσοφικοποίηση» της τεχνικής –, θα ήταν ο ουσιαστικός στόχος της σκέψης μας. Η προσδοκία όμως να υλοποιηθεί μία τέτοια σκέψη δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Η απογοητευμένη από τον εαυτό της «ελίτ» των τυπικά σκεπτόμενων είναι σήμερα υπεύθυνη για τα συμπεριφορικά, γνωστικά και βιωματικά μοντέλα που

9

προσανατολίζουν την κοινωνία. Πρόκειται για τους επονομαζόμενους «τεχνοκράτες», «λειτουργούς των μέσων» ή «διαμορφωτές της κοινής γνώμης», τους οποίους θα μπορούσαμε κάλλιστα να συμπεριλάβουμε υπό τον όρο «προγραμματιστές». Επειδή οι εναλλακτικοί κόσμοι που αναδύονται μέσα από τους υπολογιστές πρέπει να εννοηθούν ως σχεδιασμοί-προβολές [Projekte] της κυρίαρχης ελίτ, επιβάλλεται μία πιο προσεκτική εξέταση των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Όπως έχουμε ήδη πει, στις αρχές του εικοστού αιώνα οι διαφορικές εξισώσεις αποδείχθηκαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρακτικά ανεφάρμοστες. Η κατάσταση ήταν αφόρητη. Η τότε διαθέσιμη γνώση δεν μεταστοιχειώθηκε σε δύναμη. Εκατοντάδες υπολογιστών εργάζονταν στα ατελιέ των μηχανικών, γεμίζοντας σελίδες επί σελίδων με αριθμούς, δίχως να καταφέρνουν να επιλύσουν τα θεωρητικώς εντοπισμένα προβλήματα. Όλως παραδόξως, δεν συνειδητοποίησαν οι πάντες αυτή την πρακτική κατάρρευση του «καθαρού Λόγου». Για να υπερβαθεί αυτή η αφόρητη κατάσταση, επινοήθηκαν ολοένα και ταχύτερες υπολογιστικές μηχανές, με αποτέλεσμα να επιλυθεί ένας μεγάλος αριθμός προβλημάτων, επειδή ακριβώς αυτά έγιναν αριθμήσιμα. Αυτές οι γρήγορες υπολογιστικές μηχανές εμφορούνταν από ορισμένες απρόβλεπτες ιδιότητες, οι οποίες κυριολεκτικά αλλοίωσαν σύνολη την εικόνα του ανθρώπου, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον εαυτό μας. Όσον αφορά στο θέμα μας, αρκεί να τονίσουμε δύο από αυτές τις ιδιότητες. Ένα μεγάλο μέρος των γνωσιοθεωρητικών προσπαθειών που έγιναν στους νεώτερους χρόνους, είχε ως στόχο να καθιδρύσει μία σχέση ισοστοιχίας μεταξύ του αριθμητικού κώδικα και του κόσμου και να διαμορφώσει ολοένα και πιο εκλεπτυσμένες και κομψές μεθόδους. Οι γρήγορες υπολογιστικές μηχανές κατέστησαν περιττή αυτήν την εργασία. Υπολογίζουν τόσο γρήγορα ώστε η απλή πρόσθεση του Ι και του 0 – δηλαδή η εκτέλεση της εντολής ‘’ψηφιοποίησε’’ – να είναι αρκετή για να παραιτηθούν από κάθε μαθηματική εκλέπτυνση. Μπορούν να υπολογίζουν με δύο δάκτυλα ταχύτερα και καλύτερα από τους κορυφαίους μαθηματικούς. Αυτό οδήγησε σε μία σημαντική ανατροπή, διότι, με τη μηχανοποίηση της, η μαθηματική σκέψη – η οποία συγκαταλεγόταν στις ανώτερες ικανότητες του ανθρώπου – απεδείχθη μία ανάξια εργασία για τον άνθρωπο. Από την άλλη μεριά, βρεθήκαμε

10

αντιμέτωποι με ένα νέο είδος εργασίας: τον προγραμματισμό των αριθμομηχανών. Αντί να υπολογιστεί, το σύμπαν των αριθμών έπρεπε να αναλυθεί δομικά. Η μαθηματική σκέψη έπρεπε από μόνη της να κάνει ένα βήμα πίσω προς τη συστημική ανάλυση. Έτσι, όμως, αλλοιώθηκε. Άλλωστε, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ό,τι ισχύει για τη μαθηματική σκέψη μπορεί κάλλιστα να ισχύει και για μία σειρά άλλων τρόπων σκέψης, λόγου χάριν για το αποφασίζειν.

Η δεύτερη ιδιότητα των μηχανών που πρέπει να τονίσουμε είναι, προς έκπληξη μας, το γεγονός ότι δεν υπολογίζουν απλώς, αλλά επιπλέον συμ-ψηφίζουν. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν αναλύουν απλά εξισώσεις μετατρέποντας τις σε αριθμούς, αλλά ότι μπορούν να συνθέτουν εκ νέου αυτούς τους αριθμούς μετατρέποντας τους σε μορφές. Πρόκειται για μία συγκλονιστική επινόηση ή ανακάλυψη αν αναλογιστούμε πως η υπολογιστική σκέψη έχει εισβάλλει βαθιά στα φαινόμενα, διαλύοντας τα με αυτήν την εισβολή της σε σωματίδια. Έτσι, ο κόσμος προσέλαβε τη δομή του αριθμητικού σύμπαντος – και αυτό είναι κάτι που δημιουργεί σύγχυση με τα γνωσιοθεωρητικά προβλήματα που θέτει – όταν εξακριβώθηκε ότι η υπολογιστική σκέψη, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δεν διαλύει απλά και μόνο τον κόσμο σε σωματίδια, αλλά, επιπλέον, ότι είναι σε θέση να τα επανασυνθέσει. Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να φέρουμε δύο ιδιαίτερα σημαντικά παραδείγματα. Αυτό που αποκαλούμε ζωή όχι μόνο μπορεί να αναλυθεί σε σωματίδια και γονίδια, αλλά τα ίδια τα γονίδια μπορούν, χάρη στη γενετική τεχνολογία, να επανασυντεθούν, συγκροτώντας έτσι νέες πληροφορίες ικανές να παραγάγουν «τεχνητά έμβια όντα». Από την άλλη, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μπορούν να συνθέσουν εναλλακτικούς κόσμους – κόσμους εξίσου συγκεκριμένους με τον κόσμο που μας περιβάλλει – και να τους προβάλλουν μέσω αλγορίθμων, δηλαδή με σύμβολα της υπολογιστικής σκέψης. Σ’ αυτούς τους προβεβλημένους κόσμους, οτιδήποτε μαθηματικά διανοητό είναι και πρακτικά υλοποιήσιμο ̇ ακόμη και ό,τι φαντάζει «αδύνατο» μέσα στο περιβάλλον, όπως τα τετραδιάστατα σώματα ή τις κλασματικές μορφές του Mandelbrot. Βέβαια, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν είναι ακόμα τόσο εξελιγμένοι τεχνολογικά, γενικά όμως τίποτα δεν τους εμποδίζει να το επιτύχουν.

11

Σ’ αυτό το σημείο των ιλιγγιωδών σκέψεων περί της «ψηφιακής φαινομενικότητας», ενδείκνυται να πάρουμε μία ανάσα και να επιρρίψουμε ένα οπισθοπτικό βλέμμα στο δρόμο που έχουμε διανύσει. Αυτό που αντικρίζει το βλέμμα μας μπορεί να περιγραφεί ως εξής : οι άνθρωποι, τουλάχιστον από την εποχή του χαλκού, στοχάζονταν τυπικά ̇ σχεδίαζαν, λόγου χάρη, αποχετευτικά κανάλια πάνω σε πήλινες πλάκες. Στο ρου της ιστορίας, η τυπική σκέψη υποτάχτηκε στην διαδικαστική, για να επανέλθει στο προσκήνιο στους νεώτερους χρόνους ως «αναλυτική γεωμετρία», δηλαδή ως αριθμητικά ανα- κωδικοποιημένες γεωμετρικές μορφές. Η τοιουτοτρόπως πειθαρχημένη τυπική σκέψη γέννησε μεν τη μοντέρνα επιστήμη και τεχνική, κατέληξε δε σ’ ένα θεωρητικό και πρακτικό αδιέξοδο. Για την άρση των πρακτικών εμποδίων επινοήθηκαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ριζοσπαστικοποιώντας έτσι τα θεωρητικά προβλήματα. Στις αρχές των νεώτερων χρόνων, αναζητούσαμε κάτι που δεν απατά, και πιστεύαμε ότι το βρήκαμε στην πειθαρχημένη σαφή και διακριτή σκέψη. Στην πορεία, αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε ότι η επιστήμη δεν κάνει τίποτα άλλο από το να προβάλλει τον αριθμητικό κώδικα εκεί έξω, ότι δηλαδή οι υποτιθέμενοι νόμοι της φυσικής αναπαριστούν εξισώσεις που εμείς επιβάλαμε στη φύση. Έπειτα, γεννήθηκε η βαθύτερη υποψία ότι ολόκληρο το σύμπαν που αρχίζει με το BIG BANG και τελειώνει με το θερμικό θάνατο, με όλα τα πεδία και τους συσχετισμούς του, δεν είναι παρά μία προβολή που η υπολογιστική σκέψη ανασυστήνει «πειραματικά». Τελικά, αποδεικνύεται πως, μέσω των ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορούμε αυθαίρετα να προβάλλουμε και να επανακομίσουμε πολλά περισσότερα από αυτό το ένα και μοναδικό σύμπαν. Κοντολογίς, το γνωσιοθεωρητικό και συνάμα υπαρξιακό πρόβλημα μας είναι το εξής: μήπως τα πάντα μπορούν να ερμηνευθούν ως ψηφιακή φαινομενικότητα, ακόμη και εμείς οι ίδιοι;

Από εδώ και πέρα, πρέπει να πιάσουμε τον ταύρο των εναλλακτικών κόσμων από τα κέρατα. Αν όλα απατούν, αν όλα αποτελούν μία ψηφιακή φαινομενικότητα – όχι μόνο η συνθετική εικόνα στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή, αλλά ακόμη και αυτή η γραφομηχανή, αυτά τα δάκτυλα που πληκτρολογούν καθώς και αυτές οι σκέψεις που αποτυπώνονται με τα κτυπήματα των δακτύλων –, τότε

12

η λέξη φαινομενικότητα έχει χάσει τη σημασία της. Τελικά, όλα είναι ψηφιακά ̇ πράγμα που σημαίνει πως τα πάντα πρέπει να ιδωθούν ως μία λιγότερο ή περισσότερο πυκνή κατανομή των στιγμών, των bits. Αυτή η ερμηνεία επιτρέπει τη σχετικοποίηση της έννοιας του «πραγματικού»: όσο πιο πυκνή είναι η κατανομή τόσο περισσότερο πραγματικό είναι κάτι, ενώ όσο πιο αραιή είναι η κατανομή τόσο περισσότερο δυνητικό [potentiell] είναι κάτι. Αυτό που ονομάζουμε, βιώνουμε και αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικό, είναι εκείνα τα σημεία, εκείνες οι καμπυλώσεις ή τα κοιλώματα, όπου τα σωματίδια πυκνώνουν και οι δυνατότητες υλοποιούνται. Αυτή είναι η κοσμο- εικόνα, όπως μας την προτείνουν οι επιστήμες και μας την παρουσιάζουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Εφεξής, έτσι θα ζούμε και ας μην θέλει να το χωρέσει ο νους μας.

Είμαστε λοιπόν αναγκασμένοι να αποδεχτούμε μία νέα οντολογία, αλλά και μία νέα μορφή ανθρωπολογίας. Οφείλουμε να κατανοήσουμε τους «εαυτούς μας» ως μία τέτοια «ψηφιακή κατανομή», ως μία πραγματοποίηση δυνατοτήτων που οφείλεται σε μία πύκνωση. Πρέπει να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας ως καμπυλώσεις και κοιλώματα μέσα σε ένα πεδίο αλληλοδιασταυρούμενων, προπάντων ανθρωπίνων, σχέσεων. Είμαστε «ψηφιακές συμ-ψηφίσεις» συγκροτούμενες από αιωρούμενα σμήνη στοιχειακών δυνατοτήτων. Αυτή τη νέα ανθρωπολογία, η οποία εμπεριέχεται ήδη στον ιουδαϊκό χριστιανισμό όπου ο άνθρωπος θεωρείται σκόνη, όχι μονάχα οφείλουμε να την επεξεργαστούμε γνωσιοθεωρητικά (για παράδειγμα, ψυχαναλυτικά ή νευρο-φυσιολογικά), αλλά πρέπει να την εφαρμόσουμε και στην πράξη. Δεν αρκεί να παραδεχτούμε ότι ο «εαυτός μας» είναι ένα κομβικό σημείο διασταυρούμενων δυνητικοτήτων, ένα παγόβουνο που πλέει στη θάλασσα του ασυνειδήτου ή ένα συμ-ψηφιστικό ενέργημα που γεφυρώνει τις νευρωνικές συνάψεις, πρέπει να πράξουμε ομοίως. Οι εναλλακτικοί κόσμοι που αναδύονται μέσα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές είναι η μετατροπή της ενόρασης σε πράξη.

Τι κάνουν στην πραγματικότητα αυτοί που κάθονται μπροστά στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, χτυπώντας πλήκτρα και δημιουργώντας γραμμές, επιφάνειες και σώματα; Πραγματοποιούν δυνατότητες. Περισυλλέγουν σημεία, υπακούοντας σε αυστηρώς

13

διατυπωμένα προγράμματα. Αυτό που πραγματοποιούν είναι ταυτοχρόνως εξωτερικό και εσωτερικό: υλοποιούν εναλλακτικούς κόσμους και μαζί με αυτούς υλοποιούν και τους εαυτούς τους. «Σχεδιάζουν» βάσει δυνατοτήτων πραγματικότητες, οι οποίες όσο πιο πυκνά συντίθενται τόσο πιο αποτελεσματικές γίνονται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η νέα ανθρωπολογία εφαρμόζεται στην πράξη: το «εμείς» είναι ένας κόμβος δυνατοτήτων που όσο πιο πυκνά περισυλλέγει γύρω του και μέσα του τις αιωρούμενες δυνατότητες, δηλαδή όσο πιο δημιουργικά τις διαμορφώνει, τόσο πιο πραγματικός γίνεται. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές είναι συσκευές υλοποίησης των ενδοανθρώπινων, διανθρώπινων και εξωανθρώπινων δυνατοτήτων, βάσει μιας ακριβούς υπολογιστικής σκέψης. Αυτή η διατύπωση μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ένας πιθανός ορισμός των «ηλεκτρονικών υπολογιστών».

Δεν είμαστε πια υποκείμενα [Subjekte] ενός δεδομένου αντικειμενικού κόσμου, αλλά σχεδιασμοί-προβολές [Projekte] εναλλακτικών κόσμων. Εγκαταλείψαμε την υποτακτική στάση που κατείχαμε ως υποκείμενα και ανακτήσαμε το παράστημα μας με το να σχεδιάζουμε και να προβάλλουμε. Ενηλικιωνόμαστε. Γνωρίζουμε ότι ονειρευόμαστε.

Η υπαρξιακή αλλαγή του υποκειμένου σε προβολή δεν είναι απόρροια μιας κάποιας «ελεύθερης απόφασης». Είμαστε αναγκασμένοι να σταθούμε στα δυο μας πόδια, όπως άλλοτε αναγκάστηκαν να το κάνουν οι μακρινοί μας πρόγονοι, όταν λόγω της τότε οικολογικής καταστροφής έπρεπε να διασχίσουν τα αραιά διαστήματα μεταξύ των δέντρων. Μόνο που εμείς οφείλουμε να κατανοούμε τα αντικείμενα γύρω μας αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό, ο οποίος παλαιότερα ονομαζόταν πνεύμα, ψυχή ή απλώς ταυτότητα, ως συμ-ψηφίσεις. Δεν μπορούμε να είμαστε πια υποκείμενα, διότι δεν υπάρχουν αντικείμενα των οποίων μπορούμε να είμαστε υποκείμενα. Δεν υπάρχει κάποιος σκληρός πυρήνας που θα μπορούσε να επέχει θέση υποκειμένου ως προς ένα αντικείμενο. Η υποκειμενική τοποθέτηση και επομένως κάθε υποκειμενική γνώση έχει απολέσει το έρμα της. Όλα αυτά πρέπει να τα αφήσουμε πίσω μας σαν μια παιδική αυταπάτη και να αποτολμήσουμε το βήμα προς το ανοικτό πεδίο των δυνατοτήτων. Η περιπέτεια της ανθρώπινης εξέλιξης έχει μπει σε μία νέα φάση. Και αυτό φαίνεται

14

καθαρά από το γεγονός ότι αδυνατούμε να διακρίνουμε την αλήθεια από την φαινομενικότητα ή την επιστήμη από την τέχνη. Τίποτα σ’ εμάς δεν είναι «δεδομένο», εκτός από τις δυνατότητες προς υλοποίηση που «ακόμη δεν είναι τίποτα». Ό,τι αποκαλούμε «κόσμο», ότιδήποτε συμ- ψηφίζεται από τις αισθήσεις μας με τρόπο αδιαφανή, διαμορφώνοντας αντιλήψεις, κατόπιν συναισθήματα, επιθυμίες, γνώσεις, αλλά και αυτές οι ίδιες οι αισθήσεις μας – όλα συνιστούν πραγμοποιημένες συμ- ψηφιστικές διαδικασίες. Η επιστήμη υπολογίζει τον κόσμο ακριβώς όπως αυτός έχει συναρμολογηθεί. Έχει να κάνει με γεγονότα, με πεπραγμένα και όχι με δεδομένα. Οι επιστήμονες είναι οι καλλιτέχνες των ηλεκτρονικών υπολογιστών avant la lettre. Αποτέλεσμα της επιστήμης δεν είναι κάποια «αντικειμενική γνώση», αλλά η κατασκευή μοντέλων διευθέτησης των συμ-ψηφισμένων δεδομένων. Δεν ευτελίζουμε την επιστήμη όταν την αναγνωρίζουμε ως ένα είδος τέχνης ̇ τουναντίον, οφείλει να ιδωθεί ως παράδειγμα για τις υπόλοιπες τέχνες. Έτσι, γίνεται φανερό ότι κάθε μορφή τέχνης γίνεται πραγματικά πραγματική, δηλαδή κατασκευάζει πραγματικότητες, μόνο όταν αμφισβητεί την εμπειρία της και προσκτάται τη θεωρητική ακρίβεια των επιστημών. Και αυτό είναι το κατεξοχήν θέμα της «ψηφιακής φαινομενικότητας» : μέσω της ψηφιοποίησης, όλες οι μορφές τέχνης μεταβάλλονται σε ακριβείς επιστημονικές μαθήσεις, μη δυνάμενες να διακριθούν από την επιστήμη.

Η λέξη «φαινομενικότητα» [Schein] έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη «ωραίο» [schön] και στο μέλλον θα διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο. Όταν παραιτηθούμε από την παιδική επιθυμία για «αντικειμενική γνώση», η γνώση θα κρίνεται σύμφωνα με αισθητικά κριτήρια. Αλλά, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο : ο Κοπέρνικος είναι καλύτερος από τον Πτολεμαίο και ο Αϊνστάιν καλύτερος από τον Νεύτωνα, επειδή μας προτείνουν κομψότερα μοντέλα. Το πραγματικά καινούργιο, όμως, είναι ότι εις το εξής θα πρέπει να κατανοούμε το ωραίο ως το μόνο αποδεκτό κριτήριο της αλήθειας : «η τέχνη είναι καλύτερη από την αλήθεια». Στην επονομαζόμενη τέχνη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αυτό έχει ήδη γίνει πρόδηλο: όσο ωραιότερη είναι η ψηφιακή φαινομενικότητα, τόσο πιο πραγματικοί και αληθινοί είναι οι προβαλλόμενοι εναλλακτικοί κόσμοι. Ο άνθρωπος, ως σχεδιασμός-

15

προβολή των τυπικά σκεπτόμενων αναλυτών και συνθετών των συστημάτων, είναι ένας καλλιτέχνης.

Η ενόραση αυτή μας οδηγεί πίσω στο αφετηριακό σημείο της στοχαστικής πορείας που χαράξαμε. Ξεκινήσαμε με μια δυσπιστία απέναντι στους νεο-αναδυόμενους εναλλακτικούς κόσμους, επειδή είναι τεχνητοί και σχεδιασμένοι από εμάς τους ίδιους. Αυτή η δυσπιστία μπορεί τώρα να τεθεί στο πλαίσιο που της αρμόζει: πρόκειται για τη δυσπιστία του παλαιού, υποκειμενικού, γραμμικά σκεπτόμενου και με ιστορική συνείδηση ανθρώπου απέναντι στο Νέο, το οποίο βρίσκει την έκφραση του στους εναλλακτικούς κόσμους και δεν δύναται να συλληφθεί σύμφωνα με τις παραδεδομένες κατηγορίες του «αντικειμενικά πραγματικού» ή της «προσομοίωσης». Ερείδεται σε μία τυπική, υπολογιστική, δομική συνείδηση, για την οποία το «πραγματικό» είναι ό,τι μπορεί να βιωθεί συγκεκριμένα (αισθάνομαι = βιώνω). Στο βαθμό που αισθανόμαστε τους εναλλακτικούς κόσμους ως ωραίους, τότε αυτοί αποτελούν πραγματικότητες μέσα στις οποίες ζούμε. Η «ψηφιακή φαινομενικότητα» είναι το φως που φωταγωγεί τη νύχτα του χαίνοντος κενού γύρω μας και μέσα μας. Εμείς οι ίδιοι είμαστε τότε οι προβολείς που προβάλουμε τους εναλλακτικούς κόσμους ενάντια στο τίποτα και μέσα στο τίποτα.

16

VILÉM FLUSSER : ΈΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ

1920

Γέννηση του Vilém Flusser στην Πράγα στις 12 Μαΐου. Γόνος εβραίων διανοουμένων – ο πατέρας του δίδασκε μαθηματικά σε πανεπιστήμιο της πόλης, ενώ η μητέρα του υπήρξε γνωστή καλλιτέχνιδα –, ο Vilém Flusser μεγάλωσε μέσα σε ένα μοναδικό πολιτισμικό περιβάλλον που, δίχως υπερβολή, αποτέλεσε τον αισθητικό κολοφώνα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Η νεόδμητη τότε Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, αυτό το εύθραυστο τέκνο της Συνθήκης των Βερσαλλιών, έχοντας πρόσφατα συσταθεί από την απόσπαση δύο επαρχιών της Αυστρο-Ουγγαρίας, κέρδιζε επάξια τον τίτλο του πιο κοσμοπολίτικου και avant-garde κέντρου, τόσο στο χώρο των τεχνών όσο και στο χώρο της βιομηχανίας, της αρχιτεκτονικής και του design.

1931

Φοιτά στο Smichovo Gymnasium της Πράγας.

« Ο άνθρωπος ρέπει προς τον ξεριζωμό ».

Vilém Flusser

17

1939

ξεκινά σπουδές φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο όπου δίδασκε ο πατέρας του, τις οποίες όμως θα διακόψει ένα χρόνο αργότερα.

1940

Χάρη στην αποφασιστικότητα και την οικονομική βοήθεια της συμφοιτήτριας του Edith Barth – κόρης μεγαλοβιομηχάνου που βρισκόταν ήδη στην Αγγλία – ο Vilém Flusser φυγαδεύεται και αυτός στην Αγγλία, διαφεύγοντας έτσι τη φρικτή μοίρα της πλειονότητας των εβραίων που βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στα σύνορα της χιτλερικής Γερμανίας. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς, το ζευγάρι φεύγει για την Βραζιλία, όπου η οικογένεια της Barth είχε οικονομικά συμφέροντα.

1941

Παντρεύεται την Edith Barth στο Rio de Janeiro.

1950-1961

Εργάζεται ως διευθυντής ενός εργοστασίου κατασκευής μετασχηματιστών στο São Paulo, μαθαίνει πορτογαλικά και συνεχίζει τις σπουδές του στη φιλοσοφία : «Την ημέρα διατελούσα χρέη businessman και το βράδυ φιλοσόφου», συνήθιζε να λέει.

1957

Δημοσιεύει τα πρώτα άρθρα και κριτικά δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας στο Suplemento Literario do Estado de São Paulo.

1959

Διδάσκει, ως λέκτορας, Φιλοσοφία των Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του São Paulo.

1960

Γίνεται μόνιμο μέλος της συντακτικής επιτροπής του Suplemento Literario do Estado de São Paulo. Παράλληλα, δημοσιεύει κείμενα του στην επιθεώρηση του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας της Βραζιλίας (Revista Brasileira de Filosofia).

1961

18

Δημοσιεύει ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε βραζιλιάνικες εφημερίδες, μεταξύ των οποίων η Cultura Brasileira, ενώ η Folha de São Paulo – η μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας – του αναθέτει μία στήλη με τίτλο ‘Posta Zero’.

1962

Γίνεται επίτιμο μέλος του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας της Βραζιλίας που εδρεύει στο São Paulo.

1963

Παίρνει την έδρα Φιλοσοφίας της Επικοινωνίας στη Σχολή Επικοινωνίας και Ανθρωπιστικών Επιστημών (FAAP) του São Paulo. Την ίδια χρονιά χρίζεται μέλος της Επιτροπής του Fundação Bienal das Artes. Επίσης, εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο : Lingua e Realidade (São Paulo: Herder).

1964

Τελεί χρέη συντάκτη στην Revista Brasileira de Filosofia.

1965

Δίνει διαλέξεις στο τμήμα ανθρωπιστικών επιστημών του Τεχνολογικού Ινστιτούτου του São Paulo και εκδίδει το βιβλίο του : A Historia do Diabo (São Paulo : Martins).

1966

Τακτικός συνεργάτης της Frankfurter Allgemeine Zeitung. Επιπλέον, εκδίδει τα βιβλία : Filosofia da Lingages (Campos de Jordão: ITA) και Da Religiosidade (São Paulo: Commissão Estadual de Cultura).

1966-1967

Εντεταλμένος του Υπουργείου Εξωτερικών της Βραζιλίας για την προώθηση ενός σχεδίου συνεργασίας σε θέματα πολιτισμού με τη Βόρειο Αμερική και την Ευρώπη.

19

1968-1971

Επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Βορείου Αμερικής και της Ευρώπης. Συμμετέχει σε πολυάριθμα συνέδρια και δημοσιεύει σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά περιοδικά, συμπεριλαμβανομένων των Artitudes (Παρίσι), Communication et langages (Παρίσι), Théatre Public (Παρίσι), Main Currents (Νέα Υόρκη), Art International (Νέα Υόρκη) και Merkur (Μόναχο).

1972

Αντιδρώντας στο στρατιωτικό καθεστώς της Βραζιλίας, οι Flusser επιστρέφουν στην Ευρώπη και εγκαθίστανται στο Merano της Ιταλίας. Εκεί, ο Vilém Flusser αρχίζει να γράφει μία φιλοσοφική αυτοβιογραφία υπό τον τίτλο Zeugenschaft aus der Bodenlosigkeit, τμήμα της οποίας θα εκδοθεί το 1992 από τον οίκο Bollmann (Düsseldorf & Bensheim). Επίσης, εκδίδει στα γαλλικά το La Force du Quotidien (Paris : Mame).

1973

Μετακομίζει στο Robion της νότιας Γαλλίας, όπου θα υιοθετήσει τον περιπατητικό βίο του συγγραφέα και στοχαστή. Εκεί θα γνωρίσει τον media-artist Louis Beck, με τον οποίο θα καθιδρύσει μία μακροχρόνια σχέση συνεργασίας που θα διαρκέσει μέχρι και το θάνατο του. Αρχίζει να δουλεύει μία μελέτη με θέμα τη φαινομενολογία των ανθρώπινων χειρονομιών.

1974
Εκδίδει το Le Monde Codifié (Paris : Institut de l’ Environnement). Παράλληλα δίνει διαλέξεις και διδάσκει στην Ακαδημία των Τεχνών της Aix-en-Provence, στην Ecole Nationale Supérieure de la Photographie στην Arles, καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Provence.

1977

Εκδίδει το L’ Art sociologique et la vidéo à travers la démarche de Fred Forest (Paris : Collection 10/18).

20

1979
Εκδίδει το Natural:mente (São Paulo: Duas Cidades).

1981
Εκδίδει το Pos-historia (São Paulo: Duas Cidades) και το Für eine Philosophie der Fotografie (Göttingen: European Photography), το γνωστότερο ίσως έργο του, η πρώτη εκδοχή του οποίου ήταν γραμμένη στα πορτογαλικά και έφερε τον τίτλο Filosofia da Caixa Preta•.

1985
Εκδίδει τo Ins Universum der Technischen Bilder (Göttingen: European Photography), σε συνεργασία με τον Louis Bec το Vampyroteuthis Infernalis (Göttingen: Immatrix Publications/European Photography), και το Die Schrift: Hat Schreiben Zukunft?, το οποίο κυκλοφορεί ταυτόχρονα σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή (ψηφιακός δίσκος) από την Immatrix Publications/European Photography.
Από το 1986 μέχρι και το θάνατο του, δίνει συχνές διαλέξεις στη δυτική Ευρώπη και κυρίως στην Γερμανία, ενώ παράλληλα δημοσιεύει άρθρα, δοκίμια και κριτικά σχόλια σε εφημερίδες και περιοδικά, όπως τα Artforum (Νέα Υόρκη), Leonardo (Berkeley), Spuren (Αμβούργο), kultuRRevolution (Essen), Design Report (Frankfurt am Main), Kunstforum International (Ruppichteroth), Arch+ (Aachen).

1986
Εκδίδει το Krise der Linearität (Berne: Benteli).

1989
Εκδίδει το Angenommen : Eine Szenenfolge (Göttingen: Immatrix Publications/European Photography).

1990
Εκδίδει το Nachgeschichten (Düsseldorf & Bensheim : Bollmann).

 Έκτοτε, το έργο αυτό μεταφράστηκε σε εννέα γλώσσες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική : Προς μία Φιλοσοφία της Φωτογραφίας, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης/University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998.

21

1991
Δημοσιεύει το Gesten : Versuch einer Phänomenologie (Düsseldorf & Bensheim : Bollmann).
Στις 27 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ο Vilém Flusser βρίσκει τραγικό θάνατο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στα περίχωρα της γενέτειρας του Πράγας, την οποία επισκεπτόταν για πρώτη φορά μετά από 52 χρόνια διαρκούς διαφυγής, αρχικά επιτακτικής κατόπιν εθελούσιας, στα εδάφη του Νέου Κόσμου και της Γηραιάς Ηπείρου.

*

Στο τεράστιο corpus της συγγραφικής παραγωγής του Vilém Flusser, το οποίο εκτείνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι και το θάνατο του, συγκαταλέγονται – πέρα από τα εκδοθέντα βιβλία του – πολυάριθμα άρθρα, διαλέξεις, δοκίμια και κριτικά σχόλια μείζονος σημασίας : περί τα εβδομήντα φιλοσοφικά δοκίμια, γραμμένα στα αγγλικά, σώζονται σήμερα στο Vilém Flusser-Archiv στην Γερμανία. Επιπλέον εκατό δοκίμια, γραμμένα στα πορτογαλικά, σώζονται στην Βραζιλία, μαζί με άλλα ογδόντα, τα οποία συνέγραψε στα γερμανικά προς το τέλος της ζωής του. Κάποια από αυτά αποτελούν διαφοροποιημένες εκδοχές του ιδίου κειμένου μεταγραμμένου σε άλλη γλώσσα, ενώ άλλα είναι παραλλαγές επί του αυτού θέματος. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η τελευταία δημόσια εμφάνιση του Vilém Flusser είχε τη μορφή μίας σειράς – βιντεοσκοπημένων – σεμιναρίων σχετικά με θέματα φιλοσοφίας της επικοινωνίας στο Ruhr Universität του Bochum.

22

23

Η Εταιρεία Ελεύθερου Λογισμικού/Λογισμικού Ανοιχτού Κώδικα(ΕΕΛ/ΛΑΚ)

H μη-κερδοσκοπική Εταιρεία ΕΛ/ΛΑΚ ιδρύθηκε το 2008, σήμερα αποτελείται από 29 Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Κέντρα και κοινωφελείς φορείς. Η ΕΕΛ/ΛΑΚ έχει ως κύριο στόχο να συμβάλλει στην ανοιχτότητα και ειδικότερα στην προώθηση και ανάπτυξη των Ανοιχτών Προτύπων, του Ελεύθερου Λογισμικού, του Ανοιχτού Περιεχομένου, των Ανοιχτών Δεδομένων και των Τεχνολογιών Ανοιχτής Αρχιτεκτονικής στο χώρο της εκπαίδευσης, του δημόσιου τομέα και των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα φιλοδοξεί να αποτελέσει κέντρο γνώσης και πλατφόρμα διαλόγου για τις ανοιχτές τεχνολογίες.

περισσότερα:

https://mycontent.ellak.gr

God Is the Machine

If this sounds like a simulation of physics, then you understand perfectly, because in a world made up of bits, physics is exactly the same as a simulation of physics. There’s no difference in kind, just in degree of exactness. In the movie The Matrix, simulations are so good you can’t tell if you’re in one. In a universe run on bits, everything is a simulation.

Wired, Issue 10.12 | December 2002

http://archive.wired.com/wired/archive/10.12/holytech.html

cybersociology magazine

Cybersociology Magazine was launched on 10 October 1997 as a forum for the cross-disciplinary academic discussion of life online. It ran for approximately two years, until 01 September 1999, and seven web based issues were published:

First Draft of the Revolution an interactive epistolary story by Emily Short

Design and coding by Liza Daly and inkle

“First Draft of the Revolution is a marvel—an exploration of the space between the mind and the page the likes of which I’ve never experienced.” Kotaku

“An entire game based around valuing the reader-player’s aesthetic sensibilities, another triumph of Emily Short’s genius for narrative mechanics.” Rock Paper Shotgun

★ Winner, Best Use of Innovation, 2013 XYZZY Awards.

The idea is, essentially, that in developing a story interactively, you can either advance (tell the next thing that happens) or expand (provide more depth and explanation about the thing you’re currently focused on). Some people would considerexpansion the same thing as exposition, but exposition tends to be associated with tedious passages of explanation. Expansion might instead be the choice to dramatize an issue, a character relationship, or an emotion that would otherwise remain opaque to the reader.

A story that is all advancement likely doesn’t provide enough information and emotional context to make the reader care very much. Traditional fables are often told in an all-advancement format, which makes them fast-paced, but doesn’t give the reader much of an opportunity to identify with the characters or develop a deep understanding of the world in which they occur.

On the other hand, a story that doesn’t advance fast enough for the reader’s taste will seem to drag, and this is an even more serious problem for interactive stories than for conventional ones. The act of interaction can make a story more imminent and compelling when things are going well—but when things go badly, it turns the story into work.

My aim in interactive stories, therefore, is:

  1. to figure out exactly what information the reader mustexperience by expansion in order to have the minimum understanding and engagement with the plot
  2. to make other expansion strictly optional
  3. to give the reader clear, consistent clues about which options will lead to expansion and which will lead to advancement

The form of First Draft is designed to support this structure. TheSend Letter option at the top of the page always means that the story will advance: we’ll find out what comes next. A few changes on each page are required, and this is because these represent the most basic information the reader must have in order to understand the meaning of the story. Other changes—for instance, expanding out Juliette’s description of the bastard son to give more details or more thoughts about his abilities—are purely optional. They’re intended to reward the reader who is interested in those topics, but not to delay one who isn’t.

— Emily Short

http://lizadaly.com/first-draft/